Η επίσημη
γραμμή, όπως αναφέρεται από τον
ειδησεογραφικό πρακτορείο Μπλούμπεργκ,
είναι ότι: Οι Κυπριακές καταθέσεις θα
φορολογηθούν ως μέρος της απόφασης για
το πακέτο «διάσωσης» αξίας $13 δις.
Αυτό σημάνει
ότι 6,75% των χρημάτων που βρίσκονται σε
οποιονδήποτε λογαριασμό έως €100 000 και
9,9% για οποιοδήποτε πόσο πάνω από αυτό
έχει ήδη παγώσει και αν προχωρήσουν με
το σχέδιο, θα αφαιρεθούν από τους
λογαριασμούς και θα δοθούν στις τράπεζες.
Εκ των
πραγμάτων αυτό σημαίνει ότι το δίχτυ
ασφαλείας των καταθετών της Κυπριακής
κυβέρνησης είναι ανούσιο. Ήταν ένα
ψέμα. Επίσης σημαίνει, ότι αφού έγινε
μια φορά, μπορεί να ξαναγίνει. Μόνο ένας
ανόητος θα άφηνε τα λεφτά του σε μια
Κυπριακή τράπεζα.
Αν τα
αφήσεις εκεί στοιχηματίζεις ότι όλα
ξεκαθαρίστηκαν και τώρα βρίσκονται υπό
έλεγχο και τέλος πάντων, θεωρείς ότι
δεν θα σκεφτόντουσαν ποτέ να σου
συμπεριφερθούν έτσι ξανά. Άρα η ερώτηση
που πρέπει να θέσεις στον εαυτό σου
είναι: «Αισθάνομαι ότι μπορώ να τους
εμπιστευτώ;». Ε λοιπόν, τι λες;
Επιπλέον,
τώρα που έχει συμβεί αυτό στην Κύπρο,
μπορεί να επιβληθεί και σε άλλες
Ευρωπαϊκές χώρες. Φυσικά θα μας πουν
οι κυβερνήσεις μας ότι είναι μια κίνηση
«εφάπαξ» ή ότι πρόκειται για «εξαιρετικές
περιστάσεις», κτλ κτλ. Αλλά αυτός ο
καθησυχασμός ισχύει όσο και η υπόσχεση
ότι οι καταθέσεις θα είναι παντοτινά
εγγυημένες. Με πόση βεβαιότητα πιστεύεις
ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ μα ποτέ στην
Πορτογαλία, την Ιταλία ή την Ελλάδα;
Αυτό που
προσπαθεί η ΕΕ να επιβάλλει στον Κυπριακό
λαό δεν είναι ένας «φόρος» όπως λένε τα
πρωτοσέλιδα, ούτε μια «εισφορά» όπως
αναφέρεται στην αρθογραφία. Είναι μια
συλλογική ποινή.
Ο λαός της
Κύπρου που δεν έχει πράξει λανθασμένα,
που δεν έχει παρανομήσει, που δεν έχει
ζήσει πέρα των δυνατοτήτων του, που δεν
ανέλαβε χρέη που δεν μπορεί να ξεπληρώσει
- θα τιμωρηθεί – παίρνοντας τους τα
χρήματά τους. Και τα λεφτά αυτά θα δοθούν
στις τράπεζες, οι οποίες και παρανόμησαν
και ανέλαβαν χρέη τα οποία δεν μπορούν
να ξεπληρώσουν, και οι οποίες δεν θα
τιμωρηθούν.
Και αυτό
γίνεται με το πιστόλι στον κρόταφο.
Όπως αναφέρει ο Κύπριος πρωθυπουργός,
Νίκος Αναστασιάδης, σε ένα άλλος άρθρο
του Μπλούμπεργκ:
«Αντιμετωπίσαμε
αποφάσεις που είχαν ήδη παρθεί», είπε
ο Αναστασιάδης σε χτεσινή του δήλωση.
Είπε ότι «η ΕΚΤ θα σταματήσει να παρέχει
ρευστότητα σε μια από της Κυπριακές
τράπεζες στις 19 Μαρτίου, οδηγώντας την
κυβέρνηση του σε διάλυση εάν δεν δεχόταν
το σχέδιο διάσωσης».
Αυτό είναι
το πιστόλι που θα βάλει στα κεφάλια όλων
των βουλευτών του Κυπριακού κοινοβουλίου,
λέγοντάς τους ότι πρέπει να ψηφίσουν
υπέρ της «Συλλογικής ποινής» ή αλλιώς
η ΕΚΤ θα αφήσει μια τράπεζα να καταρρεύσει.
Ίσως
διαφωνείτε με τον όρο «συλλογική ποινή»,
ειδικά δεδομένης της ευθύνης που έχει
η Γερμανία στην υιοθέτηση αυτής της
λύσης και τους συνειρμούς που δημιουργεί
ο όρος στην νεότερη ιστορία της Γερμανίας.
Αλλά αυτό είναι.
Η Γερμανία
είχε ξεκαθαρίσει για μήνες τώρα ότι
ήταν ενάντια σε κάθε μορφής Ευρωπαϊκής
διάσωσης με βάση ότι μια τέτοια διάσωση
θα έδινε τα λεφτά των Γερμανών
φορολογούμενων κατευθείαν στα χέρια
τον Ρώσων φοροφυγάδων και εγκληματιών.
Και έχουν δίκαιο – έτσι θα ήταν.
Εδώ και
τρεις μήνες ασχολούμαι και ερευνώ το
ξέπλυμα χρήματος από Ρώσους εγκληματίες
στην Κύπρο. Έχω τώρα πάνω από 100 σελίδες
εγγράφων, από αρχεία τραπεζικών εμβασμάτων
σε δικαστικά αρχεία. Αυτό που αναφέρουν
όλα είναι ότι έχουν ξεπλυθεί χρήματα
στην Κύπρο. Και το άλλο που αποδεικνύουν
τα έγγραφα είναι ότι δεν είναι απλά οι
Κυπριακές τράπεζες αλλά και οι τράπεζες
άλλων κρατών που έχουν αναμειχθεί σε
αυτό.
Αλλά το
χειρότερο είναι, πως αποδεικνύεται ότι
αυτό ήταν γνωστό εδώ και χρόνια. Οι
Ρωσικές αρχές, από
το 2009 τουλάχιστον, ήξεραν
για χρόνια ότι η Κύπρος είναι το μέρος
όπου οι πλούσιοι αλλά και οι συχνά
διαφθαρμένοι Ρώσοι έβαζαν τα χρήματα
τους ώστε να αποφεύγουν την φορολόγηση.
Ακόμα και
από το 2008, στην Κυπριακή αστυνομία είχαν
δοθεί πληροφορίες, που έχω δει και εγώ,
που αν είχαν ασχοληθεί με αυτές θα
οδηγούνταν στο να ρωτήσουν συγκεκριμένες
τράπεζες, εταιρίες και ιδιώτες στην
Κύπρο και σε άλλες χώρες, για το ξέπλυμα
του χρήματος. Αλλά φυσικά, κανείς δεν
ήθελε να το κάνει τότε, και σίγουρα,
εξακολουθεί να μην θέλει να το κάνει
κανείς ακόμα και τώρα.
Κανείς δεν
θέλει να ξεχωρίσει τους εγκληματίες
από τους αθώους γιατί αν γίνει αυτό θα
έπρεπε να παραδεχτούν ότι γινόντουσαν
εγκλήματα στην Κύπρο που αφορούσαν
Κυπριακές τράπεζες και Κύπριους
επαγγελματίες. Θα οδηγούσε σε διάφορες
ερωτήσεις για την εφαρμογή του νόμου
στην Κύπρο.
Και μόλις
αρχίσουν οι ερωτήσεις στην Κύπρο, δεν
απομένει και πολύς καιρός μέχρι να
ξετυλιχτεί το κουβάρι και να φανούν οι
διασυνδέσεις με άλλες τράπεζες και
εταιρίες σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.
Χώρες που τώρα δείχνουν τόσο πρόθυμοι
να τιμωρήσουν την Κύπρο και που λατρεύουν
να μιλούν για τους εγκληματίες άλλων
χωρών και όχι των δικών τους.
Το δια
ταύτα της υπόθεσης είναι ότι κανείς δεν
θέλει να βρει κάποιον εγκληματία στην
Κύπρο και σίγουρα δεν θέλει να βρει την
τράπεζα ή την εταιρία που τους εξυπηρετούσε.
Γιατί οπωσδήποτε, κανείς δεν θέλει να
κατηγορηθεί καμία μεγάλη τράπεζα, ώστε
να βρεθεί ένοχη κάποιας «εγκληματικής»
πράξεις.
Αυτό που
έχει αποκαλυφθεί επανειλημμένα σε αυτήν
την κρίση, είναι ότι καμία ρυθμιστική
αρχή, κανένα κοινοβούλιο, καμία χώρα,
δεν θα επιτρέψει για καμία από τις
συστημικά σημαντικές τράπεζες να βρεθεί
ένοχη κάποιου εγκλήματος. Ξανά και ξανά,
λάθη που σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση,
διατελώντας από οποιοδήποτε άτομο ή
οργάνωση, θα ήταν ξεκάθαρα και χωρίς
αμφιβολία εγκληματική πράξη, έχουν
επαναπροσδιοριστεί και βαφτιστεί από
εγκληματική πράξη σε «ατυχής ρυθμιστική
αστοχία». Η Citi
και η HSBC
ξέπλυναν κολοσσιαία ποσά χρημάτων, εκ
των οποίων πολλά προέρχονταν από το
εμπόριο ναρκωτικών. Αλλά καμία από τις
δύο τράπεζες δεν βρέθηκε ένοχη κάποιων
εγκληματικών πράξεων. Επαναλάβετε μετά
από μένα: Δεν ήταν ένοχες, δεν ήταν
ένοχες…
Και αυτός
ο επαναπροσδιορισμός είναι αναγκαίος
γιατί αν δεν γίνει, ίσως οι τράπεζες
βρεθούν ένοχες για εγκληματικές πράξεις,
και αυτό θα τις σκότωνε. Οπότε ΚΑΝΕΙΣ
δεν θα επιτρέψει να γίνει κάτι τέτοιο.
Κανείς δεν θα επιτρέψει καν να μιλήσουν
για αυτό το συγκεκριμένο θέμα έστω και
σαν πιθανό ενδεχόμενο. Πολύ πιο εύστοχο
είναι να ρίξουμε ένα πέπλο πάνω από όλα
τα στοιχεία και τις λεπτομέρειες που
ίσως εκθέσουν τους ένοχους – ειδικά
τους πλούσιους και δυνατούς ένοχους –
από τις κρυψώνες τους ανάμεσα στους
αθώους και στη θέση του, ας επιβάλλουμε
μια τυφλή και συλλογική ποινή σε όλους,
και ας το βαφτίσουμε, φόρο.